- τεθριπποβάται
- τεθριπποβάτηςdriver of a four-horse chariotmasc nom/voc plτεθριπποβάτᾱͅ , τεθριπποβάτηςdriver of a four-horse chariotmasc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεθριπποβάτης — ὁ, Α επιβάτης τεθρίππου, εποχούμενος με τέθριππο («τεθριπποβάται Κυρηναῑοι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέθριππος + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει βάτης] … Dictionary of Greek